Τετάρτη, Δεκεμβρίου 16, 2015

Παράσιτα

της Βίβιεν Φράντσμαν

Δύο αδερφές. Δύο κατεστραμένες ψυχές. Δύο άνθρωποι που αγαπιούνται, ναι, αυτό δε το αμφισβήτησα ποτέ κατα τη διάρκεια της παράστασης, αγαπιούνται ναι, αλλα με μια αγάπη που πληγώνει, που καταστρέφει. Αμα είσαι κατεστραμένος τι άλλο μπορείς να κάνεις; Ουκ αν λάβεις παρά του μη έχοντος καλό μου, ουκ αν λάβεις. Πόσο απλά και ωραία θα τανε και πόσο καλύτερος θα ταν ο κόσμος μας άμα μπορουσαμε να χαιρόμαστε με τη χαρά του άλλου, αν μπορούσαμε να προσπαθούμε και να παλεύουμε για το καλό του άλλου, πόσο μάλλον άμα τον αγαπάμε, απο το να προστατεύουμε τον εαυτό μας, ή απο το να τον ρίχνουμε κάτω εκεί που και εμείς είμαστε, πόσο πιο εύκολα θα τανε όλα για όλους; Όμως, Όμως... Με τη λογική θέλουμε να δράσουμε αλλιώς, στη πραγματικότητα ο εαυτός μας, αυτός ο ζαβός εαυτός μας προδίδει.

Η Ρόλυ και η Πίνκ είναι δύο αδερφές, μεγαλωμένες σε ορφανοτροφείο γιατί οι γονείς τους δεν το χαν, ο ένας αλκοολικος βίαιος, η άλλη ναρκομανής. Όταν η Ρόλυ ήταν 8 χρονών τοποθετήθηκε σε οικογένεια. Τη μεγάλη αδερφή δεν την πήραν, δεν είχαν χώρο, ήταν πολύ μεγάλη, άγνωστο. Δε το συγχώρεσε στη μικρή της αδερφή που αυτή έμεινε πίσω. Και οι δύο τελικά έγιναν χρήστες, η μικρή μπήκε φυλακή όπου αποτοξινώθηκε και της δόθηκε μια δευτερη ευκαιρία. Σε αυτη τη στιγμή τις γνωρίζουμε εμείς. Η Ρόλυ να προσπαθεί να μείνει καθαρή και να ξαναφτιάξει τη ζωή της, η Πινκ να είναι χρήστης και κατεστραμένη. Η Πίνκ βάζει εμπόδια και η Ρόλυ ξανακυλάει.

Το να παρακολουθείς τη σχέση των δύο αδερφών είναι πραγματικά βάρβαρο. Όχι γιατί η ιστορία τους είναι προφανέστατα βάρβαρη. Για μένα η βαρβαρότητα έγκειται ότι αυτη η αλληλεπίδραση μεταξύ ανθρωπων που αγαπιούνται είναι ανατριχιαστικά οικία. Απλά στο εργο είναι υπερβολικά προφανής και έντονα δοσμένη. Αλλά αυτό, το να κακίζεις τον αγαπημένο σου όταν προσπαθεί, όταν για λίγο καταφέρνει να είναι πιο καλά απο σένα, και υπόγεια να τον υπονομεύεις, το χω βιώσει και πιθανότατα το χω κάνει χωρίς καν να το καταλάβω. Και η άλλη όψη, όταν είσαι εσυ καλά,  να μη τραβάς τον αγαπημένο σου μαζί γιατί ξέρεις ότι ριψοκυνδινεύεις να χάσεις αυτό που με κόπο έφτιαξες και τον αφήνεις πίσω σου. Και αυτό το χω βιώσει και πιθανότατα το χω κάνει. Αγαπιόμαστε, με αγάπες που πληγώνουν. Και μετα απορούμε που πληγωνόμαστε. Και εν τέλει μένουμε όλοι λαβωμένα απομεινάρια μιας κάπως ζωής. Βάρβαρο. Πολύ βάρβαρο.

Μετάφραση: Αγγελική Κοκκώνη
Σκηνοθεσία: Βαγγέλης Θεοδωρόπουλος
Παίζουν οι ηθοποιοί: Κόρα Καρβούνη, Ιωάννα Κολλιοπούλου, Νατάσα Ζάγκα
Ακούγεται η φωνή του Γιάννη Τσορτέκη

στο θέατρο του Νέου Κόσμου



Κυριακή, Δεκεμβρίου 06, 2015

Το γλυκό πουλί της Νιότης

του Tennessee Williams

δεν είμαι νέα, δεν είμαι ομως και γριά

Ο πανδαμάτωρ χρόνος που περνάει και στο διάβα του παίρνει αυτό που ήσουνα, αυτό που έλπιζες να γίνεις, αυτό που έδειχνες ότι είσαι. Και μετά το πέρας του, τι; Πως μπορείς να διαχειριστείς το χρόνο που σε ευνουχίζει, πως μπορείς να διαχειριστείς τα νιάτα που πια δεν είναι; Ειδικά όταν έχεις ακόμη μπροστά σου ζωή; Θέλεις ζωή. Ποθείς ζωή.

Μια διάσημη ηθοποιός που αποσύρθηκε στη "σωστή στιγμή", πάνω στο απόγειο της δόξας της, μετά απο 15 χρόνια αποφασίζει να κάνει το come back. Στη πρεμιέρα, νοιώθει ότι έχασε, ότι τη κοροϊδεύουν γιατί δεν είναι αυτό που ήταν κάποτε, αυτό το αποκαλυπτικό gros plan που τίποτα δεν αφήνει κρυφό, και φεύγει, τρέχει μακριά, να κρυφτεί. "Όταν αποτύχεις να φεύγεις". Στην απόδραση αυτή συναντά ένα νέο, που κάποτε ήταν το πιο όμορφο αγόρι της πόλης του, που προσπάθησε να γίνει ηθοποιός χωρίς να τα καταφέρει και κατέληξε να συντροφεύει ευπορες κυρίες. Επιστρέφουν στη γεννέτηρα του, επειδή έμαθε ότι η μητέρα του είναι άρρωστη, κυρίως επειδή θέλει να ξαναβρεί το πρώην κορίτσι του. Μια αγάπη εφηβική, πάντα μέσα του και πάντα μέσα της. Όμως στη πόλη του όλοι τον προειδοποιούν να φύγει. Κατι έχει συμβεί και αυτός δε το μαθε ποτέ γιατί δεν είχε σταθερή διεύθυνση, δεν είχε σκοπό, δεν είχε ρίζα.  Όταν ήταν νέοι, ο πατέρας της δεν τον ήθελε για γαμπρό του γιατί δεν ήταν "κάποιος". Για αυτό έφυγε. Για να γίνει κάποιος και να τη διεκδικήσει. Γύριζε κάθε τόσο και την έβρισκε. Δεν κατάφερε να γίνει όμως κάποιος. Δε σταμάτησε και να ελπίζει ότι θα τα καταφέρει. Όταν συνηδητοποιεί ότι δεν πρόκειται, δεν έχει νόημα πλέον για αυτόν να συνεχίσει. Προτιμά τον πλήρη κατακερματισμό του. Γιατί αν συνεχίσει υπάρχει ο κύνδινος να ξαναελπίσει, και τότε, τότε ποιός ξέρει αν θα αντέξει για άλλη μια φορά να γκρεμιστουν οι ελπίδες του. Καλύτερα χωρίς. Η ίσως γιατί γιαυτόν εκείνο το όνειρο, που πια ξέρει ότι το έχασε, ήταν το "τα πάντα" του, και ο εαυτός του δε μπορεί να υπάρξει δίχως του.

Για τη γηραιά ηθοποιό όμως, κι εκεί είναι που εγω ταυτίζομαι περισσότερο, εγώ που επιμένω να ελπίζω, που δεν είμαι νέα πια, αλλα δεν είμαι και γριά, και θέλω να ζήσω, ποθώ να ζήσω, για τη γηραιά ηθοποιό είναι μια άλλη ιστορία. Ανακαλύπτει ότι η επιστροφή της στη σκηνή δεν ήταν αποτυχία. Δεν είναι πια η ομορφιά της που σαγηνεύει. Είναι η ωριμότητα, το βάθος της ερμηνείας της. Μεταλλάχθηκε σε κάτι άλλο.
Μπορεί τα νιάτα να φύγαν ανεπιστρεπτί, αλλά μαζί με το χρόνο που πέρασε και σημάδεψε, δημιουργήθηκε κάτι νεό, κάτι άλλο που είναι ενδιαφέρον και έχει και αυτό την ουσία του.

Μπορεί τα νιάτα μας και τις πιθανότητες και τις δυνατότητες που είχαμε να τα χάσαμε, αλλά γεννήσαμε μέσα από τη ζωή κάτι καινούργιο που δίνει νέες πιθανότητες, νέες δυνατότητες, νέα όνειρα. Διαφορετικά απο αυτά που έπρεπε να εγκαταλείψουμε αλλά όχι απαραίτητα χειρότερα. Πιο ταιριαστά σίγουρα. Ποιος ξέρει; Ποιος θα κρίνει; Το σημαντικό είναι να συνεχίζεις να ονειρέυεσαι. Να προχωρας ελπίζοντας και εσαεί αισθανόμενος.

Να ευχαριστήσω τη κυρία Μαραγκού για την εξαίρετη δουλειά που κάνει όλα αυτά τα χρόνια, τη προσφορά της και το ειλικρινές θέατρο που μας προσφέρει.

Σκηνοθεσία: Αναστασία Ρεβή
Παίζουν οι ηθοποιοί: Κατερίνα Μαραγκού, Όμηρος Πουλάκης, Λευτέρης Βασιλάκης, Αργύρης Γκαγκάνης, Νικόλας Παπαδομιχελάκης, Αγγελική Μητροπούλου, Βέφη Ρέδη

στο θέατρο Άλμα